- ἐπιγαμβρεία
- ἐπιγαμβρ-εία, ἡ,A connexion by marriage, Peripl.M.Rubr.16 (-βρίαν codd.), dub. in J.BJ1.8.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπιγαμβρεία — ἐπιγαμβρείᾱ , ἐπιγαμβρεία connexion by marriage fem nom/voc/acc dual ἐπιγαμβρείᾱ , ἐπιγαμβρεία connexion by marriage fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιγαμβρεία — ἐπιγαμβρεία, η (Α) συγγένεια εξ αγχιστείας … Dictionary of Greek
ἐπιγαμβρείας — ἐπιγαμβρείᾱς , ἐπιγαμβρεία connexion by marriage fem acc pl ἐπιγαμβρείᾱς , ἐπιγαμβρεία connexion by marriage fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγαμβρείαν — ἐπιγαμβρείᾱν , ἐπιγαμβρεία connexion by marriage fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιγάμβρευμα — ἐπιγάμβρευμα, το (Α) η επιγαμβρεία … Dictionary of Greek
επιγάμβρευσις — ἐπιγάμβρευσις, η (Α) η επιγαμβρεία … Dictionary of Greek